Επιλογή Συντρόφου

Με ποια κριτήρια επιλέγουμε συντρόφους; Πόσο συνειδητές είναι οι επιλογές που κάνουμε;

Πόσες φορές έχουμε ακούσει κανείς να αναρωτιέται γιατί τραβάει όλους τους προβληματικούς ή λάθος ανθρώπους;

Οι λόγοι που επικαλούμαστε για να εξηγήσουμε γιατί ερωτευτήκαμε ή και παντρευτήκαμε τον άνθρωπο που είναι δίπλα μας είναι προφανείς και κατανοητοί από το κοινωνικό πλαίσιο όπως ο χαρακτήρας, η μόρφωση, η εξωτερική εμφάνιση, η σεξουαλική επαφή, λόγοι οικονομικοί ή και κοινωνικοί. Αλλά πίσω από τα προφανή κριτήρια που θέτει ο κάθε άνθρωπος, υποσυνείδητα υπάρχουν καταγεγραμμένες πληροφορίες από τη παιδική μας ηλικία ακόμα, που μας επηρεάζουν άμεσα στις επιλογές μας.

Οι ερωτικές εικόνες αναπτύσσονται πολύ νωρίς στη ζωή του ατόμου και είναι πολύ ισχυρές και καταγράφονται στις πρώιμες εμπειρίες μας. Εξοικειωνόμαστε ως παιδιά με τις ερωτικές εικόνες που έχουμε από το οικογενειακό περιβάλλον από τον τρόπο που εκφράζουν οι γονείς την αγάπη τους προς το παιδί αλλά και μεταξύ τους. Εφόσον η σχέση των γονιών, για τους περισσότερους ανθρώπους, είναι η σχέση που παρατηρούν πρώτα, από κοντά και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, είναι αυτή που έχει την κύρια επίδραση στις ερωτικές εικόνες. Οι άνθρωποι που μεγαλώνουν σε οικογένειες με ένταση και συγκρούσεις διαμορφώνουν έννοιες αγάπης και σχέσης πολύ διαφορετικές από όσους μεγάλωσαν σε ένα π.χ. θερμό και στοργικό οικογενειακό περιβάλλον.

Τείνουμε λοιπόν, να επιλέγουμε συντρόφους που μοιάζουν πολύ με εμάς, καλύπτουν τη μοναξιά μας, έχουν περίπου αντίστοιχη ωριμότητα και δέσμευση και παρόμοια ανοχή για συναισθηματική κοντινότητα ή απόσταση. Πρόκειται για ένα σύντροφο που η οικογένεια από την οποία προέρχεται μοιάζει κατά πολύ με τη δική μας, έχει περάσει παιδικά χρόνια που είναι παρόμοια με τα δικά μας και κατ’ επέκταση μπορεί να αντιληφθεί ο ένας το συναίσθημα του άλλου («μοιάζει να τον ξέρω χρόνια» ακούμε συχνά). Επιλέγουμε σύντροφο που πιστεύουμε ότι θα καλύψει τα κενά μας και θα μας βοηθήσει να αισθανόμαστε ακέραιοι. Πρόκειται για το «άλλο μας μισό» που μας ολοκληρώνει. Στοιχεία αντίθετα μεταξύ τους (π.χ. ο ένας εξωστρεφής, ο άλλος εσωστρεφής) μας έλκουν προκειμένου να έρθουμε σε επαφή με κάποια στοιχεία που δεν διαθέτουμε αλλά αποζητάμε. Μέσα από τη σχέση με τον σύντροφο μας που είναι διαφορετικός, ερχόμαστε σε επαφή με ένα κομμάτι του εαυτού μας που έχουμε απαρνηθεί. Αυτή η διαφορετικότητα άλλοτε μας εμπλουτίζει κι άλλοτε μας δυσκολεύει. Ως εκ τούτου, βρίσκουμε συντρόφους με αντίθετα στοιχεία από τα δικά μας, αλλά όχι απαραίτητα διαφορετικά ή τελείως ξένα. Στοιχεία αντίθετα που μέχρι τώρα απαντιόταν μέσα στην οικογένειά μας (π.χ. ένας εσωστρεφής αδελφός).

Σύμφωνα με τη θεωρία του Freud επιλέγουμε ως σύντροφο κάποιον που μας θυμίζει το γονιό του αντίθετου φύλου. Και αυτό που κυρίως αποζητάμε σε ένα σύντροφο είναι το αίσθημα ασφάλειας και προστασίας, τα στοιχεία αυτά που κάνουν σημαντική και τη σχέση γονέα-παιδιού. Ως εκ τούτου, πολλές φορές ο σύντροφός μας μπορεί να μας θυμίζει με τη συμπεριφορά του έναν γονέα. Αυτό μπορεί να είναι ασφυκτικό και ταυτόχρονα ανακουφιστικό.

Ο ρόλος που μας ανατέθηκε άμεσα ή έμμεσα στην οικογένεια προέλευσης συνήθως τον επιβεβαιώσουμε και στη συντροφική σχέση.  Οι σύντροφοι μπορεί να αλλάζουν, αλλά οι ρόλοι παραμένουν ίδιοι.  Έτσι, συχνά αδέρφια που είχαν το ρόλο του προστάτη ή του στηρίγματος στην οικογένεια, αναζητούν συντρόφους που να δείχνουν ότι χρειάζονται ένα στήριγμα. Επίσης, ανάλογα με τα πρότυπα που έχουμε αναπτύξει από τους γονείς μας, αναμένουμε ο σύντροφός μας να υπακούει στο πρότυπο του συντρόφου του πατέρα μας ή της μητέρας μας.

Η Αμερικανίδα ψυχολόγος Anne Teachworth (1991) ανέπτυξε το Ψυχογενετικό Μοντέλο για την επιλογή συντρόφου σύμφωνα με το οποίο η επιλογή του συντρόφου μας σχετίζεται άμεσα με το είδος της σχέσης που είχαν οι γονείς μας. Η σχέση των γονέων μας μεταξύ τους, και κυρίως η ποιότητα της σχέσης από τη γέννηση μας έως και τα 10-12 χρόνια μας, είναι αυτό που μας «προγραμματίζει» ως προς το τι είδους προσωπικότητα θα διαλέξουμε για σύντροφο και τι είδους σχέση θα έχουμε ως  ζευγάρι. Το μοντέλο της σχέσης των γονέων μας, εντυπώνεται στο υποσυνείδητό μας από τα πολύ πρώιμα χρόνια της ζωής μας, και λειτουργεί υποσυνείδητα, πέρα από τον έλεγχο του συνειδητού μας κομματιού.

Πιο συγκεκριμένα, από τη παιδική μας ηλικία καταγράφονται ως πρότυπα ποιος είναι ο ρόλος του κάθε φύλου μέσα σε μία σχέση, ποιος ο ρόλος-πρότυπο της μητέρας και του πατέρα, το πρότυπο της σχέσης μεταξύ του ζευγαριού, αλλά και το πρότυπο σχέσης μεταξύ γονέων-παιδιών. Κατανοώντας πως δουλεύουν τα παραπάνω πρότυπα και πως μας καθορίζουν υποσυνείδητα στις σχέσεις μας με τους ανθρώπους γύρω μας και πολύ περισσότερο με αυτούς που βρισκόμαστε σε συντροφική σχέση μπορούμε και να κατανοήσουμε πως επιλέγουμε τους συντρόφους μας.

Μια άλλη έρευνα- με επικεφαλής τον Μπένζαμιν Ντομίνγκε του Ινστιτούτου Επιστήμης της Συμπεριφοράς του Πανεπιστημίου του Κολοράντο, που δημοσίευσαν την έρευνα στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS) – έδειξε πως πολλά ζευγάρια μοιάζουν μεταξύ τους, καθώς μοιράζονται κοινά γονίδια σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι οποιαδήποτε ζευγάρια τυχαίων ανθρώπων που δεν είναι σύζυγοι. Έχουν κατά μέσο όρο μεγαλύτερη ομοιότητα μεταξύ τους, όσον αφορά το DNA τους, υπάρχει γενετική ομοιότητα. Για παράδειγμα, συνήθως επιλέγουμε σύντροφο λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως φυλή, θρησκεία, ηλικία, σωματότυπο κ.α., όπου μια ψηλή γυναίκα τείνει να παντρεύεται έναν ψηλό άνδρα, αυτό οδηγεί σε μεγαλύτερη γενετική ομοιότητα μεταξύ των συζύγων. Οπότε είναι δύσκολο να διαχωρίσουμε αν τελικά το ύψος ή τα γονίδια καθοδηγούν την επιλογή του συντρόφου. Τέλος, σύμφωνα με τη θεωρία του Skynner, αναφέρετε ότι  η έντονη και βαθειά έλξη που αισθανόμαστε για κάποιον οφείλεται στο γεγονός ότι είναι βασικά όμοιος με μας. Αυτό που κάνει τους ανθρώπους να έλκονται πραγματικά είναι οι ομοιότητες που υπάρχουν μεταξύ τους και ποιο πολύ η ουσιαστική ομοιότητα, σε μια από τις πιο θεμελιακές πλευρές τους, το οικογενειακό τους υπόβαθρο.

Ο καθένας διαλέγει το ταίρι του σύμφωνα με την παρόμοια λειτουργία ή αλλιώς τους ρόλους που είχε στην οικογένεια του, χάριν των ομοιοτήτων που υπάρχουν στο οικογενειακό υπόστρωμα.   Τείνουμε να επιλέγουμε συντρόφους με π.χ. αντίστοιχη δυσκολία να αντιμετωπίσει κάποια φάση εξέλιξης. Το ζήτημα όμως τίθεται αν πρέπει να ερωτευόμαστε ανθρώπους με τους οποίους έχουμε κοινά στοιχεία ή και κοινές αδυναμίες. Και η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι πως αυτά τα κοινά στοιχεία είναι που μπορούν να εξελίξουν τη σχέση, να αναπτύξουν αίσθημα εμπιστοσύνης και κατανόησης στο ζευγάρι. Με προϋπόθεση να είναι πρόθυμοι οι άνθρωποι να κοιτάξουν τι κρύβει ο καθένας ξεχωριστά μέσα του και να προχωρήσουν.

Όπως αναφέρει ο ψυχίατρος-ψυχαναλυτής Ματθαίος Γιωσαφάτ:

«Μια καλή σχέση προϋποθέτει ότι έχουμε περάσει σχετικά ομαλά αυτά τα στάδια: θέλεις να έχεις ένα μίνιμουμ εξάρτησης, να έχεις αυτονομία, αλλά δεν σου αρέσει να πατάς τον άλλο στο λαιμό. Θέλεις να κάνεις σεξ και να σου αρέσει, δεν ικανοποιείσαι όμως μόνο με αυτό. Τότε η σχέση εξελίσσεται σε αγάπη, σε έρωτα και μπορεί να κρατήσει. Δεν περιμένεις τόσα πολλά από τον άλλο, ενώνεις δυο ζωές, οι οποίες όμως δεν γίνονται ποτέ μια»